Τσιπίδος

Η αυταπάτες για μια αύξηση .

Αυταπάτες για την αύξηση του κατώτατου μισθού

Από Παύλος Δερμενάκης

Η καθημερινά διαψευδόμενη κυβερνητική διακήρυξη για το «τέλος των μνημονίων» αναζητά νέα παραμύθια για να γίνει πιστευτή. Ένα από τα σενάρια που κυοφορούνται και θεωρείται «πιασάρικο» είναι η λεγόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού. Ας αφήσουμε, προς το παρόν, κατά πόσο είναι ρεαλιστικό τέτοιο σενάριο καθώς, μεταξύ άλλων απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των δανειστών και η συναίνεση των εργοδοτικών οργανώσεων. Οι γνωρίζοντες τις προθέσεις ΣΕΒ, εργοδοτών και δανειστών, χαρακτηρίζουν τη δυνατότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, απλά κυβερνητική αυταπάτη.

Ο κατώτατος μισθός, με τις μνημονιακές αλλαγές του 2012, μειώθηκε σε μία νύχτα από 751 σε 586 ευρώ και σε 510 για τους νέους κάτω των 25 ετών. Όπως έχει εξελιχθεί η κατάσταση στην αγορά εργασίας, με αυτόν τον μισθό αμείβεται σήμερα ένας στους τρεις εργαζόμενους (35%) έναντι μόλις 10% πριν τα μνημόνια, και χρόνο με τον χρόνο η κατάσταση χειροτερεύει. Από το 2012, και με καταργημένες τις συλλογικές συμβάσεις, ο μισθός αυτός είναι υπό διαπραγμάτευση. Στην περίοδο Μάιος 2014-Μάιος 2017, με κυριαρχούσες τις «ελεύθερες διαπραγματεύσεις» για ατομικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, το αποτέλεσμα ήταν η μέση μείωση των μισθών κατά 8,7%. Σε αυτές τις συνθήκες εργασιακής ζούγκλας το σύνηθες φαινόμενο σήμερα είναι οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης (4ωρα) αλλά με εργασία 8ώρου και μισθούς στο επίπεδο της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ (Μάιος 2017) 636.424 εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης λαμβάνουν αμοιβή 389,7 ευρώ (!) πριν από τις κρατήσεις κοινωνικής ασφάλισης. Δηλαδή το 1/3 των μισθωτών λαμβάνουν αμοιβή που έχει σαν συνέπεια να χαρακτηρίζονται επίσημα ως εργαζόμενοι φτωχοί.

Αν η κυβέρνηση καταφέρει να πείσει δανειστές και εργοδότες και εφαρμόσει την αύξηση του κατώτατου μισθού η όποια αύξηση θα καταλήξει ως φόρος στα κρατικά ταμεία

Αυτό είναι το έργο της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Φυσικά, δεν είναι έργο όλο δικό της αλλά είναι αυτή που συνέχισε το έργο των προηγούμενων μνημονιακών-αντεργατικών μέτρων. Στη θητεία της εφαρμόστηκε η «ελεύθερη διαπραγμάτευση» εργοδοτών-μισθωτών που έχουν σαν συνέπεια όλο και περισσότεροι μισθωτοί να αμείβονται με όλο και μικρότερο μισθό. Τα 389,7 ευρώ που αναφέραμε παραπάνω ήταν 397,7 έξι μήνες πριν (Νοέμβρης 2016) και αφορούσαν 585.572 μισθωτούς.

Σε αυτές τις συνθήκες εξαθλίωσης, για τους 650.000 μισθωτούς που μαζί με τους ανέργους ανέρχονται σε 1.900.000, η κυβέρνηση προετοιμάζει το παραμύθι της αύξησης του κατώτατου μισθού σε μια προσπάθεια να βρει κοινωνικά ερείσματα.

Όμως έχουν ήδη πυροβολήσει τα πόδια τους όσον αφορά στους σχεδιασμούς τους. Ο κατώτατος ονομαστικός μισθός των 586 ευρώ, μετά την εισφορά κοινωνικής ασφάλισης είναι 493. Σήμερα, με το αφορολόγητο στα 8.600, δεν επιβαρύνεται με φόρο. Σύμφωνα με τον μνημονιακό νόμο, που προέκυψε από την δεύτερη αξιολόγηση, το αφορολόγητο μειώνεται σε 5.600 ευρώ (κατά 35%) από την 1/1/2020. Όπως εξελίσσεται η τέταρτη αξιολόγηση, φαίνεται δεδομένη η εφαρμογή του μέτρου ένα χρόνο νωρίτερα, από 1/1/2019. Άρα, αν υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα πετύχει το στόχο για την αύξηση του κατώτατου μισθού η όποια αύξηση θα καταλήξει ως φόρος στα κρατικά ταμεία.

Κάνοντας την υπόθεση ότι όλα θα εξελιχθούν χωρίς εμπλοκές-αρνήσεις δανειστών και εργοδοτών η «αύξηση» θα τεθεί σε εφαρμογή στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2019, δηλαδή στην περίοδο που θα ισχύει το μειωμένο αφορολόγητο. Αν υποθέσουμε ότι η αύξηση στον κατώτατο μισθό θα είναι της τάξης του 10% (είναι αυστηρά υπόθεση εργασίας και δεν στηρίζεται σε κάποια πληροφόρηση) τότε η πραγματική αύξηση στο μισθό πριν από το φόρο θα είναι 49 ευρώ. Από αυτά τα 36,5 (75%) θα πάνε στο κράτος ως φόρος εισοδήματος και μόλις 12,5 ευρώ θα μείνουν στον μισθωτό. Αν μάλιστα η αύξηση είναι μέχρι 7% τότε όλο το ποσό της αύξησης του κατώτατου μισθού θα πάει στον αυξημένο φόρο μαζί με ένα τμήμα από τον τότε μισθό. Δηλαδή αντί για αύξηση θα σημειωθεί μείωση του πραγματικού μισθού.

Συνεπώς για μία ακόμα φορά στήνονται σενάρια εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων που, ακόμα και αν αυτά πραγματοποιηθούν, δεν θα αποφέρουν τίποτα στους εργαζόμενους αλλά μόνο στους δανειστές.