Τσιπίδος

Σας φωνάζω…


Σας φωνάζω…
σας σφίγγω τα χέρια
φιλώ το χώµα κάτω απ’ τα σαντάλια σας
και σας λέω:
σκοτώνοµαι για σας,

σας χαρίζω το φως των µατιών µου, σας δίνω
της καρδιάς µου τη ζέστα γιατί
η τραγωδία που ζω ειναι το µερίδιό µου
απ’ τη δική σας τραγωδία.
Σας φωνάζω…
σας σφίγγω τα χέρια
δεν κιότεψα εδώ µες στην πατρίδα µου
µήτε και µάζεψα τους ώµους.
Ορθώθηκα µπροστά στους άδικους
ορφανός(η), γυµνός(η), ξυπόλητος(η) .
όρµηξα µες στο θάνατο,
τα λάβαρά µου δε χαµήλωσα και τα χορτάρια
πάνω στους τάφους των προγόνων µου, τα φύλαξα…
Ίσως αρπάξεις απ' τη γη μου και την τελευταία σπιθαμή.
Ίσως ταΐσεις στις φυλακές τη νιότη μου
Ίσως μου κλέψεις την κληρονομιά του παππού μου
- πιθάρια, έπιπλα και σκεύη-
Ίσως καθίσεις παν' απ' το χωριό μας σαν εφιάλτης τρόμου
εχθρέ του ήλιου
αλλά δεν παζαρεύω
κι ως τον ύστατο χτύπο της καρδιάς μου
θ' αντιστέκομαι.

(Θ’ αντιστέκομαι του Σαμίχ Κάσεμ)