Οι ανώνυμοι ταξιδευτές.
Χρήστος Αναστασόπουλος
Λάσπες, χώματα βρεγμένα, με πολύ γλίνα μέσα τους. Και παντού ρυάκια. Ρυάκια ξέχειλα με καφετί βρόχινο νερό. Και πιο πέρα αλλά και σχεδόν παντού, πατημασιές, πολλές, χιλιάδες πατημασιές διαφόρων μεγεθών και σχημάτων μέσα σε αυτήν την γλίνα. Μυρωδιά από καμένα νωπά ξύλα. Μυρωδιά από ούρα και κόπρανα. Ναι, αυτή η, διάχυτα απροσδιόριστη, μυρωδιά συνδυασμός από καμένα ξύλα και κόπρανα. Και μετά; Και πιο πέρα; Τι;
Πιο πέρα, λίγο πιο πέρα, ελάχιστα πιο πέρα, σύνορα. Σύνορα; Ναι και συρματοπλέγματα. Και στρατιώτες και αστυνομικοί και λαθρέμποροι και κανένα μέλλον. Η μάλλον το μέλλον είναι πολύ μακρινό. Και στο παρόν λάσπες και κόπρανα. Και το παρελθόν; Το παρελθόν προσπάθεια να ξεχαστεί.
Και πέρα από αυτά τα σύνορα; Και πιο πέρα και άλλα σύνορα. Και άλλα τείχη και άλλα συρματοπλέγματα και άλλοι στρατιώτες και άλλοι αστυνομικοί. Α ναι και λαθρέμποροι. Ναι, αυτοί οι εξυπηρετικοί επαγγελματίες που πωλούν πανάκριβα το όνειρο για ένα, ελάχιστα μάλλον, διαφορετικό μέλλον.
Και το παρόν να συνεχίζει εφιαλτικό και να ακολουθείται από ένα μακρινό, πολύ μακρινό ίδιο μάλλον μέλλον και από πίσω να ακολουθεί εγκληματικά παρόν ένα παρελθόν γεμάτο τραύματα.
Και τότε αφού παρελθόν και παρόν και μέλλον είναι το ίδιο, τότε τι; Τι; Πώς θα πορευτούν; Πώς θα πορευτούμε, όλοι αυτοί οι εκατομμύρια άνθρωποι; Πού θα πάνε; Πού θα πάμε; Πώς;
Αλμυρό νερό μέσα στα πνευμόνια. Σκασμένα σωσίβια γεμάτα μπαλώματα χαμένων, ανώνυμων, ασυνόδευτων ψυχών. Μια μπαταρισμένη βάρκα γεμάτη με κάποια μονά παπουτσάκια. Α, ναι και μια σχεδόν λιωμένη κουβερτούλα. Σιγή, μόνον ο ήχος του κύματος. Το κύμα που κουνά την διαλυμένη βάρκα. Μια παράξενη, θανατική σχεδόν, σιωπή. Μόνον τα κύματα. Και πέρα, όχι μακριά, μια βοή που ακούγεται παράταιρα, σαν σε ζαλάδα.
Που είναι οι άνθρωποι; Ποιους εννοείς; Αυτοί που από καταβολής κόσμου ταξίδευαν για να βρουν έναν τόπο για να ζήσουν ειρηνικά; Α, αυτούς εννοείς. Ναι αυτοί. Αυτοί είναι εδώ παντού, αλλά από την άλλη είναι σαν να μην υπάρχουν. Προσπάθεια, καλύτερα, να μην υπάρξουν. Ναι, να μην υπάρξουμε. Ναι, είναι σαν να είμαστε απόντες, ωσεί παρόντες. Είναι σαν ζωντανοί νεκροί. Είναι σαν φυλακισμένοι μέσα σε ένα εφιαλτικό παρόν που είναι παράλληλα και παρελθόν τους και μάλλον θα γίνει και το μέλλον τους. Μάλλον; Τι εννοείς με το μάλλον; Μάλλον, ….ναι μάλλον!
Και αυτή η γλίνα έχει πολύ πηλό μέσα της. Και η θάλασσα έχει πολύ αλάτι μέσα της. Και τα σύνορα έχουν πολλά συρματοπλέγματα και λαθρέμπορους. Και μετά; Ναι, ρωτώ και μετά; Δεν ξέρω… Να ρωτήσω τη θάλασσα; Αυτή πιθανόν να γνωρίζει.
– Καλή μου, απέραντη αλμυρή και παντοτινά παρούσα γαλάζια και μετά;
– Και μετά και πριν και τώρα και από πάντα οι άνθρωποι πάντα ταξιδεύατε και τελικά καταφέρνατε να ζήσετε σε τόπους καλύτερους και με ειρήνη. Και ό,τι και αν πάθετε, ό,τι και να σας συμβεί, η δύναμη της ζωής είναι ισχυρότερη γι αυτό και η αξία της κάθε ζωής είναι η ύψιστη αξία. Δοξάστε την όσο μπορείτε αυτήν την αξία.
– Καλή μου, απέραντη ξάγρυπνη και παντοτινά παρούσα, πώς αντέχεις;
– Όταν την γλίνα, το αλάτι και τις μυρωδιές μάθετε να τις μοιράζεστε, τότε μόνον θα κατανοήσετε ότι η γη είναι μια μεγάλη γειτονιά και ότι όχι μόνον φτάνει και περισσεύει για όλους αλλά και ότι αφού δεν ανήκει σε κανένα, παραδίδεται από γενεά σε γενεά ως πολύτιμο δώρο.