Αντικρίζοντας την σταφιδική κρίση του 1893-1905
Η αγροτική εξέγερση των σταφιδοπαραγωγών της βορειοδυτικής Πελοποννήσου αποτελεί πρόκληση κρίσης και αντίκρισης. Η ασφάλεια που παρέχει η απόσταση του χρόνου δίνει την δυνατότητα πολύεδρων επόψεων ανάλογα πάντα με τις προθέσεις και τις προσδοκίες μας. Άλλοτε εναποθέτουμε τα γεγονότα στον αστερισμό του μύθου, ωραιοποιώντας και ηρωοποιώντας, άλλοτε τα «επιστημονικοποιούμε» αποστειρώνοντας τα από την ιδιαίτερη τους γενεσιουργία και άλλοτε τα εξισώνουμε με διαφορές και ομοιότητες από το σήμερα. Η αντπαράθεση των γεγονότων μιας περασμένης εποχής απέναντι στα σημερινά αδιέξοδα, τις εθιμοτυπικές διαμαρτυρίες του αγροτικού κόσμου, και στην γενικευμένη «στεγανότητα» των κοινωνικών ομάδων είναι ένας τρόπος να κατανοήσουμε πληρέστερα και τις δύο εποχές.
Ο «πυρετός της σταφίδας»
Στο τελευταίο μισό του 19ου αιώνα η παραγωγή και η εξαγωγή σταφίδας σημείωσε στην βορειοδυτική Πελοπόννησο εκπληκτική άνοδο ιδιαίτερα μετά την αγροτική μεταρρύθμιση και τη διανομή της εθνικής γης (1871) δημιουργώντας ένα ευρύτατο πλέγμα από μικρούς ιδιοκτήτες και εμπόρους γύρω από την αμπελουργία, την παραγωγή και τη διακίνηση της σταφίδας μέχρι και τα ευρωπαϊκά λιμάνια. Άμεση συνέπεια της αγροτικής μεταρρύθμισης και της υψηλής τιμής της σταφίδας στις ευρωπαϊκές χώρες ήταν η αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου της και η στροφή σχεδόν ολόκληρου του αγροτικού πληθυσμού στην καλλιέργεια της κορινθιακής σταφίδας που απέδιδε, παρά το μεγάλο κόστος παραγωγής της, μεγάλα κέρδη1 (75.000 τόνους παραγωγής σταφίδας το 1870 ). Η σταφίδα θα αποτελέσει το κύριο εξαγωγικό προϊόν της χώρας και θα δημιουργήσει για τρεις επιπλέον δεκαετίες εισοδήματα, θέσεις απασχόλησης και μεγάλα κέρδη στη Βόρεια και τη Δυτική Πελοπόννησο. Η Γαλλία αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη και την κρίση της σταφίδας καθώς όταν επλήγησαν οι γαλλικές αμπελοκαλλιέργειες από φυλλοξήρα, στράφηκε εναγωνίως προς την εισαγωγή σταφίδας απαραίτητης για την οινοπαραγωγή της. Η ζήτηση αυτή ανακόπηκε απότομα όταν το 1893 τα γαλλικά αμπέλια θεραπεύτηκαν και επιβλήθηκε από τον Ιανουάριο του 1892 από τον Jules Meline υπουργό της Γαλλίας δασμολόγιο. Το μέτρο αυτό ανήκε στην κατηγορία του προστατευτισμού που η Γερμανία είχε εγκαινιάσει το 1879 και μία μετά την άλλη το υιοθετούσαν και οι υπόλλοιπες ευρωπαϊκές χώρες .
Η πτώση της ζήτησης της σταφίδας ήταν απότομη, (στο λιμάνι του Λίβερπουλ η τιμή ενός εκατόλιτρου σταφίδας από 21 σελίνια που κόστιζε το 1892 έπεσε στα 6 σελίνια το 1893, τιμή που δεν κάλυπτε ούτε τα έξοδα μεταφοράς) και βρήκε την αγροτοκοινωνία της βορειοδυτικής Πελοποννήσου απροετοίμαστη χωρίς οργανωμένο αγροτικό συνδικαλισμό και χωρίς να είχαν αναπτυχθεί αγροτικοί συνεταιρισμοί που να αναλάμβαναν την διανομή της σταφίδας και να συγκρατούσαν τους οικονομικούς κραδασμούς της άστατης αγοράς. Η πτώση των αγροτικών τιμών και της έγγειας προσόδου, το βάρος των χρεών και των φόρων, η φτώχεια σε ολόκληρα χωριά που επεκτεινόταν στα όρια του πάνδημου λιμού έφεραν αντιμέτωπο τον αγροτικό κόσμο της βορειοδυτικής Πελοποννήσου με συνθήκες πρωτοφανούς απελπισίας. Στην προσπάθεια τους να αποφύγουν την φτώχεια οι αγρότες προσφύγανε στην μετανάστευση και σημειώθηκε μεγάλη μετακίνηση των αγροτικών πληθυσμών προς τα κέντρα χωρίς όμως αυτό να λύνει, αλλά τουναντίον να συμβάλει, στο πρόβλημα των χρεών και των οφελών. Ενώ όσοι έμειναν, και ήταν αναγκαστικά οι περισσότεροι, προσπάθησαν να στραφούν σε ένα πιο συντηρητικό τρόπο ζωής και στην αυτοκατανάλωση. Η σταφιδική κρίση δεν έμεινε μόνο στα πλαίσια των αγροτικών χωριών και έπληξε παράλληλα και τον υπόλοιπό πληθυσμό των γύρω περιοχών που διατηρούσε οικονομικές σχέσεις με τους σταφιδοπαραγωγούς διευρύνοντας ένα φαύλο κύκλο και προλειαίνοντας τον δρόμο για την κοινωνική αγανάκτηση. Η σύγκρουση πρώτα με τους τοκογλύφους και τους εμπορομεσάζοντες και έπειτα με τον φορολογικό και κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους ήταν αναπόφευκτη. Στο φύλλο της 22ας Δεκεμβρίου του 1894 η εφημερίδα Ακρόπολις προειδοποιούσε «Από τον κόσμο της πείνης. Προσοχή εις την Ηλείας. Χωριά γημνητευονται και πεινώντα. Πάνδημαι απειλαί κοινωνικών εξεγέρσεων«.
Εξέγερση της απελπισίας
Τα βίαια και αιματηρά γεγονότα που ακολούθησαν την σταφιδική κρίση το 1893-1905 ήταν, εκτός των άλλων, και αποτέλεσμα δύο μεγάλων ελλείψεων οργάνωσης του αγροτικού κόσμου. Η οικονομική ανάπτυξη που είχε επιφέρει η εξαγωγή της σταφίδας είχε μεταφέρει το κέντρο βάρος της αγροτικής παραγωγής από την οικοαυτάρκεια της πολυκαλλιέργειας σε αυτό της εντατικής μονοκαλλιέργειας γύρω από την αμπελουργία καθιστώντας όλο τον αγροτικό πληθυσμό της βορειοδυτικής Πελοποννήσου εξαρτημένο από την σταφίδα. Οι αγρότες της Πελοποννήσου στην συνεχόμενη ζήτηση που είχε η σταφίδα από τα λιμάνια του Λίβερπουλ, του Άμστερνταμ, της Οδησσού και άλλων ευρωπαϊκών πόλεων αποφασίζουν να ξεριζώσουν όλες τις άλλες φυτείες και τα δέντρα τους, προκειμένου να φυτέψουν παντού αμπέλια για να καλύψουν την αιφνίδια γαλλική ζήτηση που προέκυψε κυρίως κατά τη δεκαετία του 1880. Η αναβάθμιση της παραγωγής από το επίπεδο του οίκου σε αυτό της συγκεντρωμένης εξαγωγής δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχο επίπεδο οργάνωσης των αγροτών και όπως αναφέραμε δεν αναπτύχθηκαν ούτε συνδικαλιστικές οργανώσεις ούτε αγροτικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι θα οργανώνανε την παραγωγή και την διανομή της σταφίδας και θα απορροφούσαν το βάρος των χρεών και των κρίσεων. Σε αυτή την ανεπάρκεια θα πρέπει να συμπληρώσουμε και την απουσία αγροτικού κόμματος στην περίοδο της σταφιδικής κρίσεως, που παρά το έντονο αγροτικό στοιχείο στην Ελλάδα απουσίαζε για να μπορεί να παρακολουθεί τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και να τα μεταφέρει στο πεδίο του κοινοβουλίου. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ανεπάρκειας ήταν οι οξύτατες αντιπαραθέσεις στο κοινοβούλιο μεταξύ Θεσσαλών και Πελοποννήσιων βουλευτών για το αν θα προταθεί το νομοσχέδιο για το σιτάρι ή τη σταφίδα (εφ. Ακρόπολις 8 Ιουνίου 1904). Οι βουλευτές της Πελοποννήσου κατηγορούσαν τους βουλευτές της Θεσσαλίας πως οι σιτοπαραγωγοί θέλανε να αυξήσουν την τιμή του σιταριού επιβάλλοντας νέα φορολογία στο εισαγόμενο σίτο του «λεηλατημένου και πασχόντος λαού«.
Η σταφιδική κρίση περιλαμβάνει σταφιδοπαραγωγούς, εμφυτευτές, εποχιακούς, υπηρέτες, σταφιδοεμπόρους, όλα εκείνα τα επαγγέλματα που βρίσκονται σε οικονομικό πλέγμα με τους σταφιδοπαραγωγούς και τα κατώτερα στρώματα των πόλεων και κυρίως τους χωρικούς που πλήττονταν από φτώχεια. Ξεκινώντας ως μια αγροτική κινητοποίηση η κρίση της σταφίδας μετατράπηκε με γρήγορους ρυθμούς σε μια τοπική εξέγερση πάνδημου χαρακτήρα.
Τα πρώτα σημάδια της εξέγερσης του 1893 ξεκίνησαν με την τυπική μορφή ενός ξεσπάσματος οργής. Αυθόρμητες αρνήσεις υπακοής και εξοφλήσεων σε κρατικούς οικονομικούς υπαλλήλους συνόδευσαν βίαιες επιθέσεις των χωρικών εναντίον φοροεισπρακτόρων, δικαστικών κλητήρων ή αστυφυλάκων με σκοπό την εκδίωξη τους όταν αυτοί επιχειρούσαν να εκτελέσουν κατασχέσεις κτημάτων ή εσοδείας. Τα συλλαλητήρια που ακολουθούν είναι πρωτόγνωρα για τον χαρακτήρα και τη μαζικότητα τους, γίνονται συνήθως προς τράπεζες ή προς ιδιώτες τοκογλύφους και σε όλες τις περιπτώσεις επαναλαμβάνουν το ίδιο αίτημα για αναστολή των εισπράξεων και των άμεσων φόρων. Από την εφημερίδα Ακρόπολη στο φύλλο της 3ης Ιανουαρίου 1895 διαβάζουμε: «Εν Πύργο και εν Ηλεία εν γένει εκηρύχθει δικαιοστασίαν. Ουδεμία απόφασις δικαστική εκτελείται, δικαστικός δέ κλήτηρ δεν τολμά να εξέλθη προς εκτέλεσιν ουδέ εαν συνοδεύεται με τάγμα ολόκληρου χωροφυλάκων«. Οι εξεγερμένοι δεν μένουν μόνο σε μορφές διαμαρτυρίας αλλά εκδηλώνουν και χαρακτηριστικά κοινοτικής αλληλεγγυότητας ανάλογης με τους αγώνες κατά της οθωμανοκρατίας. Υποστηρίζουν και κρύβουν φυγόδικους για χρέη. Πάλι από την ίδια εφημερίδα της 1η Ιουλίου 1895: «Ιωάννην Μπαρκούλιαν οφειλέτην δημοσίου συλληφθέντα παρά αστυνομικών οργάνων δυνάμει εντάλματος, πλήθος αφήρπασε χειρών αστυφυλάκων, ερρωμένως αντιστάτων. Ευτυχώς ουδέν απευκταίου.» Αδυνατώντας να ανταπεξέλθουν στα χρέη και τα οικονομικά βάρη οι οφειλέτες όσο μπορούν κρύβονται στα χωριά ή καταφεύγουν στα βουνά ενώ οι χωρικοί μπροστά στην εμφάνιση της χωροφυλακής συσπειρώνονται και απαντούν με βία. Η άρνηση πληρωμών κατά την σταφιδική κρίση έφτασε σε τέτοιο σημείο όπου οι αρχές επιδόθηκαν σε ένα σαφάρι φοροδικών. Βιαιότητες ακολουθούν εκατέρωθεν χωρίς να λείψουν τα θύματα: «Φοβούμεθα πολύ αυτό το χυθέν εν Ηλεία αίμα….το φοβούμεθα και το αποτροπιαζόμεθα. Άνθρωπος οφείλει εις το δημόσιον. Όργανα του δημοσίου καταδιώκουν τον οφειλέτην και τον σκοτώνουν διότι….δεν έχει να πληρώσει».
Οι αναρχικοί της Ελληνικής Δημοκρατίας
Σημαντική συμβολή στα γεγονότα της σταφιδικής κρίσης του 1893-1905 είχε το διάχυτο κίνημα των αναρχοσοσιαλιστών με έδρα τους την Πάτρα και τον Πύργο. Η Πάτρα έγινε από πολύ νωρίς κέντρο ανάπτυξης σοσιαλιστικών ιδεών σε αντιπαράθεση με τις υπόλοιπες πόλεις της χέρσας Ελλάδας. Σε αυτό συνέβαλε ασφαλώς το γεγονός πως η Πάτρα αποτελούσε ανέκαθεν φιλόξενο λιμάνι για Ιταλούς κυρίως αυτούς που ήλθαν μετά την επανάσταση του 1848 και μετέφεραν μαζί με τις αποσκευές τους και τις νεαρές τότε σοσιαλιστικές ιδέες. Οι αναρχικοί της Πάτρας και της Αχαΐας είχαν συγκροτήσει τον «Δημοκρατικό σύλλογο Πατρών» με όργανο τους εφημερίδα με τίτλο «Ελληνική Δημοκρατία». Στο μοναδικό της φύλλο τον Μάιο του 1877 είχαν τυπώσει ένα είδος προγράμματος που εξέφραζε ιδέες ενός ουμανιστικού αναρχισμού και το καταστατικό του «Δημοκρατικού συνδέσμου του λαού». Σε ποιό βαθμό επέδρασαν και υποκίνησαν οι αναρχοσοσιαλιστές την αγροτική εξέγερση; Αυτό είναι πραγματικά δύσκολο να απαντηθεί. Είναι σίγουρο πως τα δύο φαινόμενα συνέπεσαν ιστορικά στον ίδιο χρόνο και στο ίδιο περιβάλλον. Η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη υποστηρίζει πως αυτές οι μορφές αγροτικής διαμαρτυρίας αποτελούν πάγια τακτική των αγροτικών πληθυσμών και απαντιούνται και σε άλλες χώρες όπως τις περίφημες Ζακερί (jacquerie) των γαλλικών αγροτικών εξεγέρσεων. Εξάλλου από τα ίδια τα αιτήματα και το περιεχόμενο των αγροτικών αγώνων υπάρχει σαφής απόσταση από το πρόγραμμα των αναρχοσοσιαλιστών. Τα αιτήματα των σταφιδοπαραγωγών ήταν κυρίως παρεμβατικής φύσεως και ζητούσαν από το κράτος την λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την απαλλαγή ή τον διακανονισμό των χρεών τους. Τα χρέη αυτά ήταν είτε προς το δημόσιο είτε προς την τράπεζα ή προς τους τοκογλύφους και μαζί με την απαλλαγή τους από αυτά οι σταφιδοκαλλιεργητές ζητούσαν να σταματήσουν οι δικαστικές διώξεις των φυγοδικών. Η Καίτη Αρώνη-Τσίχλη γράφει χαρακτηριστικά «οι σταφιδοπαραγωγοί δεν επιδιώκουν να αλλάξουν το καθεστώς, αλλά μόνον να καταγγείλουν ότι δεν τους αντιπροσωπεύει σε αυτό. Το κράτος δεν εκλαμβάνεται ως έκφραση μιας κυριαρχίας τάξης αλλά ως η μη-έκφραση του Αμπελουργικού κόσμου».
Ωστόσο προγενέστεροι μελετητές είναι πιο φιλικοί στην ιδέα της συμβολής των αναρχοσοσιαλιστών στην ανάπτυξη της σταφιδικής εξέγερσης αν και θα πρέπει να μην παραβλέπουμε την υπόθεση πως ίσως αυτό να οφείλεται πως και οι ίδιοι ήταν φιλικοί απέναντι στις σοσιαλιστικές ιδέες και άρα βλέπανε πιο ευνοϊκά μια μπλανική ερμηνεία της εξέγερσης. Έτσι ο Γιάννης Κορδάτος, από τα ηγετικά μέλη του ΣΕΚΕ (προκάτοχου του ΚΚΕ), στο βιβλίο του Η Ιστορία του αγροτικού ζητήματος γράφει: «Όσο κι αν οι οργανώσεις αυτές από τις τότε συνθήκες είχαν μικρές επιρροές έριξαν αρκετό σπόρο και δημιούργησαν ανάμεσα στους εργάτες αρκετά στελέχη που στάθηκαν πρωτοπόροι στον αγώνα της μωριαΐτικης αγροτιάς«. Αλλά και ο ίδιος δέχεται στην συνέχεια τον αυθόρμητο και μη οργανωμένο χαρακτήρα των σταφιδοκαλλιεργητών. Την ίδια αμφισημία κάνει και ο Κώστας Βεργόπουλος το 1975 στο δικό του έργο το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα όπου υποστηρίζει την άμεση επίδραση των «ελευθεροσοσιαλιστικών οργανώσεων στην βόρειο-δυτκή Πελλοπόνησο» αλλά ταυτόχρονα σημειώνει πως «ανέκαθεν στην Ελλάδα αιματηρές εξεγέρσεις αγροτών είχαν έκδηλα στοιχεία αγροτικού αναρχισμού«. Ενώ ο Γ. Λεονταρίτης στο Ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, (Αθήνα, Εξάντας, 1978) είναι κατηγορηματικά αρνητικός προς τις παραπάνω υποθέσεις. Οι αγροτικές εξεγέρσεις, γράφει, «αντανακλούσαν προ-πολιτικές πράξεις διαμαρτυρίας των χωρικών κατά της φτώχειας και της καταπίεσης. Εμβρυώδεις κοινωνικές διαμαρτυρίες χωρίς καμιά οργανωμένη ριζοσπαστικοποίηση εμπνευσμένη από ιδεολογικά πρότυπα».
Όπως και αν έχει τα δύο φαινόμενα άσχετα με αν είναι ο «αγροτικός αναρχισμός» αυτός που ενέπνευσε τους πρώιμους σοσιαλιστές ή οι «ελευθεροσοσιαλιστικές ιδέες» αυτές που «διαμόρφωσαν μια κοινή γλώσσα με τους αγρότες» σίγουρο είναι πως συγκατοίκησαν μέσα στο ίδιο το γεγονός και δράσανε σε παρόντα χρόνο και αλληλοεπικαλυπτικά. Άλλωστε στις μεγάλες ένοπλες διαδηλώσεις των αμπελουργών το ελληνικό κράτος απάντησε με συλλήψεις αναρχικών μαζί με αγροτών καταδικάζοντας τους σε πολλά χρόνια φυλάκισης. Ενώ πολλές μεμονωμένες πράξεις βίας οι οποίες έφεραν επάνω τους το στίγμα της τρομοκρατίας της εποχής δεν έλειψαν όπως η σημαντικότερη όλων της δολοφονίας με μαχαίρι του τραπεζίτη Διονύσιου Φραγκόπουλου και τον τραυματισμό του σταφιδοέμπορου Ανδρέα Κόλλα από τον σανδαλοποιό αναρχικό Δημητρη Ματσάλη στην πλατεία Γεωργίου Α΄της Πάτρας το 1896. Τα γεγονότα αυτά σηματοδοτούν την άνοδο του αναρχικού κινήματος δίπλα στην επιτυχία της αγροτικής εξέγερσης.
Η κοινωνιολογία της εξέγερσης της σταφίδας
Η συμμετοχή και άλλων κοινωνικών στρωμάτων στην εξέγερση των σταφιδοκαλλιεργητών συνέβαλε και στην εύρεση άλλων και νέων μορφών αγώνα και διεκδίκησης. Σύλλογοι, επιτροπές συλλαλητηρίων, διοργανώσεις κινητοποιήσεων και υπομνήματα στέλνονται προς τον βασιλιά, τη Βουλή και την κυβέρνηση. Στην Βουλή οι βουλευτές των σταφιδοπαραγωγικών περιοχών σπάνε την κομματική πειθαρχία και Τρικουπικοί και Δελληγιανικοι βουλευτές συνασπίζονται και προβάλουν μαζί τις διεκδικήσεις των περιοχών τους. Το κράτος τελικά υιοθετεί μετά από όλη αυτή την κατάσταση ένα είδος παρεμβατικής πολιτικής που παλινδρομεί μεταξύ της ατολμίας και της απροθυμίας του να την εφαρμόσει κυριολεκτικά. Επιχειρεί περιστασιακά ελαττώσεις ή παραγραφές χρεών, ιδρύει την Σταφιδική τράπεζα, ασκεί παρεμβατική πολιτική ιδρύοντας τον Αυτόνομο Σταφιδικό Οργανισμό και παίρνει μια σειρά από άλλα μέτρα με την ίδρυση της «Ενιαίας προς προστασίαν της παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδας».
Σε αντίθεση με την ιδεολογική σταθερά της ταξικής ανάλυσης τα γεγονότα το 1893-1905 αποτέλεσαν περισσότερο ένα κίνημα ένωσης τάξεων με τοπικό χαρακτήρα παρά μια αμιγώς ταξική πάλη. Η κρίση της σταφίδας συσπείρωσε μαζί όλους τους πληγωμένους πληθυσμούς ανεξαρτήτως της επαγγελματικής ή κοινωνικής θέσης τους αντιμέτωπους με την πλεονεξία των κερδοσκόπων σταφιδομεσαζόντων, τους ιδιώτες τοκογλύφους και τον φορομπηχτικό και κατασταλτικό μηχανισμό του ελληνικού κράτους. Ο τονισμός αυτής της συνεργασίας των τάξεων χρωματίζει όλα τα συλλαλητήρια και τονίζεται σε κάθε αναφορά από τις εφημερίδες της εποχής Ακρόπολις, Λαϊκή, Νεολός και Πελοπόννησος,«όλαι αι τάξεις είναι υπέρ της σταφίδας και τα συλλαλητήρια είναι πάνδημα«. Το αγροτικό κίνημα κατά την σταφιδική κρίση επεκτάθηκε γρήγορα από ένα κίνημα σταφιδοπαραγωγών σε ένα γενικότερο κίνημα τοπικής υπεράσπισης. Αυτό το στοιχείο προβάλλεται συνεχώς από την αρθρογραφία των εφημερίδων, τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις των συλλαλητηρίων και των συλλόγων ακόμη και από την τοπική προέλευση των συμμετεχόντων στο κίνημα. Πόλη και ύπαιθρος κατά τη σταφιδική κρίση δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο αντίθεσης. Η διαφορά δομών και ιδεολογιών σύμφωνα με τους υφιστάμενους τρόπους ζωής των δύο αυτών κόσμων δεν εμπόδισαν την ενότητα των επιθυμιών που έφερε τους σταφιδοπαραγωγούς και τους κατοίκους των πόλεων στην ίδια σύμπλευση επιδιώξεων και στόχων.
Αντί επιλόγου παραθέτουμε από την Καίτη Αρώνη-Τσίχλη:
«Τελειώνοντας θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το κίνημα των σταφιδοπαραγωγών επαρχιών της Πελοποννήσου κατά την σταφιδική κρίση ως απολίτικο. Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε ότι οι σταφιδοπαραγωγοί προβλήθηκαν ως το σύμβολο όσων θεωρούνταν ότι αδικούνται από την υπόλοιπη κοινωνία. Κίνημα εξέγερσης κατά της οικονομικής καταστροφής και της εξαθλίωσης, το αγροτικό κίνημα των ετών της μεγάλης σταφιδικής κρίσης άφησε βαθιά σημάδια στη συλλογική τοπική ψυχολογία. Υπήρξε η διαμαρτυρία ενός πληθυσμού που προσπαθούσε όχι μόνο να διατηρήσει τις συνθήκες διαβίωσης του, αλλά, επίσης, ένα τρόπο ζωής βασισμένο στην «κουλτούρα» του αμπελιού…»
1.»Πράγματι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, τα έξοδα που απαιτούσε η καλλιέργεια της σταφίδας ήταν υπερπενταπλάσια των εξόδων καλλιέργειας του σίτου, υπερτριπλάσια αυτών των οσπρίων και υπερδιπλάσια των εξόδων της πατάτας. Μόνο μια μεγάλη διαφορά αποδόσεων και η προσμονή μεγάλων μελλοντικών κερδών μπορεί να δικαιολογήσει την επιμονή του αγροτικού κόσμου στην καλλιέργεια της σταφίδας. Πολύ περισσότερο που η σταφιδάμπελος απαιτούσε αρχική χρηματική επένδυση και συγχρόνως οικονομική αντοχή των παραγωγών ώστε να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες 4-5 χρόνων που απαιτούσαν ταφυτώρια ώσπου να αρχίσουν να αποδίδουν πλήρως καρπό. » (Κώστας Βεργόπουλος , «Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα» )
Βιβλιογραφία (οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, στο έργο της ιστορικού Καίτης Αρώνη-Τσίχλη και επί της ουσίας η μελέτη μας αποτελεί ένα εκτενές σχόλιο στην ευρύτερη εργασία της )
-Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, Οι αγροτικοί αγώνες την περίοδο της σταφιδικής κρίσης 1893-1905, περιοδική έκδοση ιστορικών σπουδών,1997.
-Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, Το σταφιδικό ζήτημα και οι κοινωνικοί αγώνες Πελοπόννησος 1893-1905, Εκδόσεις Παπαζήσης
-Κώστας Βεργόπουλος , «Το Αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», Εκδόσεις Εξάντας
Πηγή : http://www.respublica.gr/